- ἐταπεινώθην
- ταπεινόωloweraor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)ταπεινόωloweraor ind pass 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωφώνω — (AM κωφῶ, όω, Μ και κωφώνω) [κωφός] προξενώ κώφωση σε κάποιον, κουφαίνω (μσν. αρχ.) κάνω κάποιον ή κάτι να εξασθενήσει ή να σταματήσει (α. «κωφώνω τὰ δάκρυα» πνίγω τα δάκρυα β. «ὀδύνας κωφοῑ», Ιπποκρ.) αρχ. παθ. κωφοῡμαι, όομαι α) είμαι νωθρός σε … Dictionary of Greek